- δισκομέδουσες
- (discomedusae). Γένος μεδουσών της οικογένειας των δισκομεδουσιδών, της ομοταξίας των σκυφοζώων. Περιλαμβάνει μερικά είδη που χαρακτηρίζονται κυρίως από το πλατύ δισκοειδές σώμα τους, με πολυοδοντωτή περιφέρεια. Έχουν πολλά κνιδοκύτταρα, που όταν έρθουν σε επαφή με το δέρμα, προκαλούν την εμφάνιση μικρών εξανθημάτων. Οι δ. μοιάζουν με μανιτάρια. Από την άκρη του διάφανου σκιαδίου τους ξεκινούν οκτώ κεραίες. Τρέφονται με πλαγκτόν αλλά και με καραβίδες.
Χαρακτηριστικός τύπος δισκομέδουσας.
* * *οισκυφόζωα κοιλεντερωτά με δισκοειδές σκιάδιο, τσούχτρες.
Dictionary of Greek. 2013.